-
1 ἄχαρις
ἄ-χαρις, (1) ohne Annehmlichkeit, ohne Reiz, unangenehm; übh. von schwerem Unglück. (2) undankbar; χάρις ἄχαρις, ein unwillkommener Liebesdienst; auch: Dank, der keiner ist -
2 ἄ-χαρις
ἄ-χαρις, ιτος, neutr. ἄχαρι, 1) ohne Annehmlichkeit, ohne Reiz, unangenehm, οὐδὲν ἄχαρι παϑεῖν Her. 8, 143, u. öfter, der es übh. von schwerem Unglück braucht, συμφορά 1, 41, wie die Tragg.; vgl. Plat. Phaedr. 265 d; compar. ἀχαρίστερος Od. 20, 392. – 2) undankbar, Eur. Andr. 592; χάρις ἄχαρις, ein unwillkommener Liebesdienst, Aesch. Ag. 1547; auch Dank, der keiner ist, Prom. 544; vgl. Eur. I. T. 566.
См. также в других словарях:
άχαρις — ἄχαρις ( ιτος), ι (AM) [χάρις] 1. αυτός που δεν έχει χάρη, ο άχαρος 2. δυσάρεστος, ενοχλητικός αρχ. 1. αχάριστος, αγνώμων 2. αξιολύπητος … Dictionary of Greek
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek